- πολύεδνος
- -ον, Α(για γυναίκα) αυτή που έχει πολλά γαμήλια δώρα, πολλή προίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ἕδνα, τὰ «γαμήλια δώρα» (πρβλ. ανά-εδνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύεδνος — with rich dowry masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύεδνον — πολύεδνος with rich dowry masc/fem acc sg πολύεδνος with rich dowry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφερνος — η, ο / πολύφερνος, ον, ΝΑ νεοελλ. (για γυναίκα) αυτή που έχει μεγάλη προίκα («πολύφερνη νύφη») αρχ. (για γυναίκα) αυτή που έλαβε πολλά γαμήλια δώρα, πολύεδνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φερνος (< φερνή «προίκα»), πρβλ. ά φερνος] … Dictionary of Greek